κοιλόκερα

κοιλόκερα
Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το βόδι, ο βούβαλος, η γίδα, το πρόβατο, η αντιλόπη κ.ά.
* * *
τα
ζωολ. τα αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά ζώα που έχουν κοίλα κέρατα, όπως το βόδι, ο βούβαλος, η κατσίκα, το πρόβατο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κερα πληθ. ουδ. τοῦ -κερως (< κέρας). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cavicornes. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • κέρατα — Σκληροί επιδερμικοί σχηματισμοί από κεράτινη ή οστέινη ουσία, συμπαγείς ή κοίλοι, μόνιμοι ή πρόσκαιροι, τους οποίους φέρουν πολλά θηλαστικά στο κεφάλι. Τα κ. είναι κοντά ή μακριά, απλά ή διακλαδισμένα, ίσια ή συστρεμμένα και αυλακωμένα. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”